|
|||
Τρίτη (Κομμουνιστική) Διεθνής
Δεύτερο Συνέδριο 1920 |
|||
Θεσεις για τον κοινοβουλευτισμο Κομμουνιστική Αποχική Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος |
|||
– Ομιλία του
Αμαντέο Μπορντίγκα, εκπροσώπου της Αριστερής
Αποχικής Φράξιας του Ιταλικού Σοσιαλιστικού
Κόμματος
– Δευτερολογία του εκπροσώπου της Ιταλικής Αποχικής Φράξιας |
2. Οι κομμουνιστές απορρίπτουν κατηγορηματικά τη δυνατότητα να καταλάβει η εργατική τάξη την εξουσία κερδίζοντας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο αντί να την αποκτήσει με τον ένοπλο επαναστατικό αγώνα. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο, η οποία είναι το σημείο αφετηρίας του έργου της κομμουνιστικής οικονομικής οικοδόμησης, συνεπάγεται τη βίαιη και άμεση κατάργηση των δημοκρατικών οργάνων, τα οποία θα αντικατασταθούν από τα όργανα της προλεταριακής εξουσίας, τα εργατικά συμβούλια. Με τη στέρηση, έτσι, των πολιτικών δικαιωμάτων της τάξης των εκμεταλλευτών θα πραγματοποιηθεί η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή ένα σύστημα ταξικής κυβέρνησης και εκπροσώπησης. Η κατάργηση του κοινοβουλευτισμού είναι, επομένως, ένας ιστορικός στόχος του κομμουνιστικού κινήματος. Ακόμη περισσότερο, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ακριβώς η πρώτη δομή της αστικής κοινωνίας που πρέπει να ανατραπεί πριν από την καπιταλιστική ιδιοκτησία, πριν ακόμη και από τον γραφειοκρατικό και κυβερνητικό κρατικό μηχανισμό.
3. Το ίδιο ισχύει και για τους δημοτικούς ή κοινοτικούς θεσμούς της αστικής τάξης, οι οποίοι ψευδώς θεωρούνται ότι θα ήταν δυνατόν να αντιπαρατεθούν στα κυβερνητικά όργανα. Στην πραγματικότητα, ο μηχανισμός τους είναι πανομοιότυπος με τον κρατικό μηχανισμό της αστικής τάξης. Αυτοί πρέπει, ομοίως, να καταστραφούν από το επαναστατικό προλεταριάτο και να αντικατασταθούν με τοπικά σοβιέτ εργατών εκπροσώπων.
4. Ενώ ο εκτελεστικός, στρατιωτικός και αστυνομικός μηχανισμός του αστικού κράτους οργανώνει την άμεση δράση κατά της προλεταριακής επανάστασης, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποτελεί ένα μέσο έμμεσης υπεράσπισης που λειτουργεί διαδίδοντας στις μάζες την αυταπάτη ότι η απελευθέρωσή τους μπορεί να επιτευχθεί διαμέσου μιας ειρηνικής διαδικασίας και την αυταπάτη ότι η μορφή του προλεταριακού κράτους μπορεί επίσης να έχει μια κοινοβουλευτική βάση με το δικαίωμα εκπροσώπησης της αστικής μειοψηφίας. Το αποτέλεσμα αυτής της δημοκρατικής επιρροής πάνω στις προλεταριακές μάζες ήταν η διαφθορά του σοσιαλιστικού κινήματος της Δεύτερης Διεθνούς στο πεδίο της θεωρίας καθώς επίσης και της δράσης.
5. Το καθήκον των κομμουνιστών την τωρινή στιγμή, ως προς το έργο της ιδεολογικής και υλικής προετοιμασίας της επανάστασης, είναι, πάνω απ’ όλα, να απομακρύνουν από το νου του προλεταριάτου αυτές τις αυταπάτες και τις προκαταλήψεις, οι οποίες έχουν διαδοθεί με τη συνενοχή των παλιών σοσιαλδημοκρατών ηγετών για να το βγάλουν από τον επαναστατικό δρόμο. Σε χώρες όπου ένα δημοκρατικό καθεστώς διατηρείται στην εξουσία για πολύ καιρό και έχει διεισδύσει βαθιά στις συνήθειες και στη νοοτροπία των μαζών, και όχι λιγότερο στη νοοτροπία των παραδοσιακών σοσιαλιστικών κομμάτων, αυτό το έργο είναι πολύ μεγάλης σημασίας και βρίσκεται μεταξύ των πρώτων προβλημάτων της επαναστατικής προετοιμασίας.
6. Δυνατότητες προπαγάνδας, ζύμωσης και κριτικής θα μπορούσε να προσφέρει η συμμετοχή στις εκλογές και στην κοινοβουλευτική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όταν, μέσα στο διεθνές προλεταριακό κίνημα, η κατάκτηση της εξουσίας δεν φαίνεται να είναι πιθανή στο εγγύς μέλλον και όταν δεν τίθεται ακόμα ζήτημα άμεσης προετοιμασίας για την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Από την άλλη μεριά, σε μια χώρα όπου η αστική επανάσταση βρίσκεται σε πορεία εξέλιξης και δημιουργεί νέους θεσμούς, η παρέμβαση των κομμουνιστών στα αντιπροσωπευτικά όργανα μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα άσκησης επιρροής πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων ώστε η επανάσταση να τερματιστεί με τη νίκη του προλεταριάτου.
7. Η σημερινή ιστορική περίοδος άνοιξε με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις συνέπειές του για την αστική κοινωνική οργάνωση, με τη Ρωσική Επανάσταση, η οποία αποτέλεσε την πρώτη πραγματοποίηση της κατάκτησης της εξουσίας από το προλεταριάτο, και με τη συγκρότηση μιας νέας Διεθνούς που βρίσκεται σε αντίθεση με τη σοσιαλδημοκρατία των προδοτών. Σε αυτή την ιστορική περίοδο και στις χώρες εκείνες όπου το δημοκρατικό καθεστώς έχει ολοκληρώσει προ πολλού τη συγκρότησή του δεν υπάρχει καμία δυνατότητα χρήσης του κοινοβουλευτικού βήματος για την επαναστατική δουλειά των κομμουνιστών, και η σαφήνεια της προπαγάνδας, και όχι λιγότερο η αποτελεσματικότητα της προετοιμασίας για την τελική πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου, απαιτούν οι κομμουνιστές να διεξάγουν ζύμωση για το μποϊκοτάζ των εκλογών από τους εργάτες.
8. Σε αυτές τις ιστορικές συνθήκες, όπου το κύριο πρόβλημα του κινήματος είναι η επαναστατική κατάκτηση της εξουσίας, ολόκληρη η πολιτική δραστηριότητα του ταξικού κόμματος πρέπει να είναι αφιερωμένη σε αυτόν τον άμεσο στόχο. Είναι απαραίτητο να συντρίψουν το αστικό ψέμα σύμφωνα με το οποίο κάθε σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων πολιτικών κομμάτων, κάθε αγώνας για την εξουσία, πρέπει αναγκαστικά να πραγματοποιείται μέσα στο πλαίσιο του δημοκρατικού μηχανισμού, δηλαδή διαμέσου των εκλογών και των κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων. Δεν μπορούμε να κατορθώσουμε να καταστρέψουμε αυτό το ψέμα χωρίς να έρθουμε σε ρήξη με την παραδοσιακή μέθοδο η οποία συνίσταται στο κάλεσμα προς τους εργάτες να ψηφίσουν στις εκλογές πλάι-πλάι με τα μέλη της αστικής τάξης, και χωρίς να βάλουμε τέλος στο θέαμα όπου οι εκπρόσωποι του προλεταριάτου δρουν μέσα στο ίδιο κοινοβουλευτικό πεδίο με τους εκπροσώπους των εκμεταλλευτών του.
9. Η επικίνδυνη ιδέα ότι ολόκληρη η πολιτική δραστηριότητα συνίσταται στην εκλογική και κοινοβουλευτική δραστηριότητα είναι ήδη τόσο ευρέως διαδεδομένη από την υπερκοινοβουλευτική πρακτική των παραδοσιακών σοσιαλιστικών κομμάτων. Από την άλλη μεριά, η απέχθεια του προλεταριάτου γι’ αυτή την προδοτική πρακτική έχει παράσχει πρόσφορο έδαφος στα λάθη του συνδικαλισμού και του αναρχισμού, οι οποίοι αρνούνται κάθε αξία στην πολιτική δράση και στον ρόλο του κόμματος. Γι’ αυτό τον λόγο τα κομμουνιστικά κόμματα δεν θα αποκτήσουν ποτέ μεγάλη επιτυχία στην προπαγάνδα της μαρξιστικής μεθόδου, αν η διακοπή όλων των επαφών με τον μηχανισμό της αστικής δημοκρατίας δεν αποτελέσει τη βάση της δουλειάς τους για τη δικτατορία του προλεταριάτου και των εργατικών συμβουλίων.
10. Παρ’ όλες τις δημόσιες ομιλίες και όλες τις θεωρητικές δηλώσεις, η πολύ μεγάλη σημασία που αποδίδεται επί του πρακτέου στην εκλογική εκστρατεία και στα αποτελέσματά της και το γεγονός του ότι για μια μακρά περίοδο το κόμμα πρέπει να αφιερώσει σε αυτή την υπόθεση όλα του τα μέσα και όλους του τους πόρους σε ανθρώπους, στον Τύπο, ακόμη και σε χρήμα, βοηθάει στην ενίσχυση του αισθήματος ότι αυτή είναι η πραγματική κεντρική δραστηριότητα για την επίτευξη των σκοπών του κομμουνισμού. Από την άλλη μεριά, αυτό οδηγεί στην πλήρη διακοπή του έργου της επαναστατικής οργάνωσης και προετοιμασίας. Προσδίδει στην κομματική οργάνωση έναν τεχνικό χαρακτήρα που είναι εντελώς αντίθετος με τις απαιτήσεις της επαναστατικής δουλειάς, τόσο της νόμιμης όσο και της παράνομης.
11. Για όλα τα κόμματα που προσχώρησαν, ύστερα από την απόφαση της πλειοψηφίας, στην Τρίτη Διεθνή, η ανοχή της εξακολούθησης της εκλογική δραστηριότητας εμποδίζει το απαραίτητο ξεδιάλεγμα και την εξάλειψη των σοσιαλδημοκρατικών στοιχείων, χωρίς τις οποίες η Τρίτη Διεθνής θα αποτύχει στον ιστορικό της ρόλο και δεν θα είναι πλέον ένας πειθαρχημένος και ομοιογενής στρατός της παγκόσμιας επανάστασης.
12. Η ίδια η φύση των αντιπαραθέσεων που
έχει ως θέατρο το κοινοβούλιο και άλλα
δημοκρατικά όργανα αποκλείει κάθε δυνατότητα
περάσματος από μια κριτική της πολιτικής
των αντιπάλων κομμάτων σε μια προπαγάνδα
κατά της ίδιας της αρχής του κοινοβουλευτισμού
και σε μια δράση που υπερβαίνει τους κοινοβουλευτικούς
κανόνες, σάμπως δεν θα είναι δυνατό να διεκδικήσουμε
το δικαίωμα να ομιλούμε, αν αρνηθούμε να
υποταχθούμε σε όλες τις τυπικότητες που
έχουν καθιερωθεί από την εκλογική διαδικασία.
Η επιτυχία της κοινοβουλευτικής ξιφομαχίας
θα εξαρτάται πάντοτε μονάχα από την ικανότητα
στον χειρισμό του κοινού όπλου των αρχών
πάνω στις οποίες βασίζεται ο θεσμός και
της ενασχόλησης με τα τεχνάσματα της κοινοβουλευτικής
διαδικασίας. Με τον ίδιο τρόπο, η επιτυχία
του εκλογικού αγώνα θα κρίνεται πάντα μονάχα
από τον αριθμό των ψήφων ή των εδρών που
κερδήθηκαν. Κάθε προσπάθεια των κομμουνιστικών
κομμάτων να δώσουν έναν εντελώς διαφορετικό
χαρακτήρα στην πρακτική του κοινοβουλευτισμού
δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αποτυχία
των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν σε
αυτό το σισύφειο έργο, ενώ η υπόθεση της
κομμουνιστικής επανάστασης καλεί αυτές
τις ενέργειες δίχως καθυστέρηση στο πεδίο
της άμεσης επίθεσης κατά του καθεστώτος
της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η Αριστερή Φράξια του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι αντικοινοβουλευτική ως προς τις απόψεις της κι αυτό για λόγους που δεν ισχύουν μονάχα για την Ιταλία, αλλά οι οποίες έχουν έναν γενικό χαρακτήρα.
Μήπως ασχολούμαστε εδώ μονάχα με ένα ζήτημα αρχής; Ασφαλώς, όχι. Από θέση αρχής είμα-στε όλοι, στο κάτω-κάτω, αντίπαλοι του κοινοβουλευτισμού, επειδή τον απορρίπτουμε ως μέσο απελευθέρωσης του προλεταριάτου και ως πολιτική μορφή του προλεταριακού κράτους. Οι αναρ-χικοί είναι αντικοινοβουλευτικοί από θέση αρχής, αφού δηλώνουν ότι είναι ενάντια σε κάθε εκπρο-σώπηση της εξουσίας. Οι συνδικαλιστές που είναι πολέμιοι της πολιτικής δράσης του κόμματος, και οι οποίοι έχουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη της διαδικασίας απελευθέρωσης του προλε-ταριάτου, είναι επίσης εναντίον του. Σε ό,τι μας αφορά, ο αντικοινοβουλευτισμός μας βασίζεται στη μαρξιστική κριτική της αστικής δημοκρατίας. Δεν θα επαναλάβω εδώ τα επιχειρήματα του κρι-τικού κομμουνισμού που ξεσκεπάζουν το αστικό ψέμα της πολιτικής ισότητας ως μέσο για να θο-λώσει [η αστική τάξη] την οικονομική ανισότητα και την ταξική πάλη. Αυτή η αντίληψη στηρίζεται στην ιδέα περί μιας ιστορικής διαδικασίας με την οποία επιτυγχάνεται η απελευθέρωση του προλε-ταριάτου ύστερα από έναν βίαιο ταξικό αγώνα που υποστηρίζεται από τη δικτατορία του προλετα-ριάτου.
Αυτή η θεωρητική αντίληψη, η οποία αποσαφηνίζεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», βρήκε την πρώτη της ιστορική πραγματοποίηση με τη Ρώσικη Επανάσταση. Μεταξύ των δύο αυτών γεγο-νότων δεν υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέλιξης ο καπιταλι-στικός κόσμος έχει διανύσει πολύ δρόμο. Το μαρξιστικό κίνημα έχει ξεπέσει σε σοσιαλδημοκρατι-κό και έχει δημιουργήσει ένα πεδίο κοινής δράσης για τα μικροσυμφέροντα της συνεργασίας μεμο-νωμένων ομάδων εργατών και αστικής δημοκρατίας. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται στα συνδικά-τα και στα σοσιαλιστικά κόμματα.
Το μαρξιστικό καθήκον του ταξικού κόμματος, το οποίο θα έπρεπε να ομιλεί για λογαριασμό ο-λόκληρης της εργατικής τάξης και να μην λησμονεί τα παλιά ιστορικά του καθήκοντα, έχει, κατά συνέπεια, σχεδόν εντελώς ξεχαστεί. Κατασκευάστηκε μια νέα ιδεολογία που δεν είχε τίποτα κοινό με τον μαρξισμό, η οποία απορρίπτει τα βίαια μέτρα και αγνοεί τη δικτατορία του προλεταριάτου για να βάλει στη θέση της την αυταπάτη μιας κοινωνικής εξέλιξης διαμέσου ενός ειρηνικού και δη-μοκρατικού δρόμου.
Η Ρώσικη Επανάσταση έχει πραγματοποιήσει τη μαρξιστική θεωρία με έναν αξιοθαύμαστο τρό-πο, αποδεικνύοντας την αναγκαιότητα μιας βίαιης πάλης και της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όμως, οι ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες εξελίχθηκε η Ρώσικη Επανάστα-ση είναι διαφορετικές από τις συνθήκες για την προλεταριακή επανάσταση στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και την Αμερική. Η κατάσταση στη Ρωσία θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί με την κατά-σταση στη Γερμανία το 1848, όπου δύο επαναστάσεις ξέσπασαν η μια ύστερα από την άλλη, μια αστική-δημοκρατική και μια προλεταριακή.
Οι εμπειρίες της Ρώσικης Επανάστασης σε επίπεδο τακτικής δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλες χώρες όπου η αστική δημοκρατία έχει ήδη προ πολλού εγκαθιδρυθεί και όπου η επαναστατι-κή κρίση θα συνίσταται στην άμεση μετάβαση από αυτό το καθεστώς στη δικτατορία του προλετα-ριάτου.
Η μαρξιστική σημασία της Ρώσικης Επανάστασης έγκειται σε αυτό, στο ότι η τελική της φάση (η διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης και η κατάληψη της εξουσίας από τα σοβιέτ) πραγματοποιή-θηκε πάνω σε μαρξιστική βάση και προετοίμασε το έδαφος για την ανάπτυξη ενός νέου κινήματος, τη δημιουργία της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η οποία, τελικά, έσπασε από τους σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι επαίσχυντα χρεοκόπησαν εντελώς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Το επαναστατικό πρόβλημα απαιτεί, πάνω απ’ όλα στη Δυτική Ευρώπη, την εγκατάλειψη του πεδίου της αστικής δημοκρατίας, τη διάψευση ότι το αξίωμα της αστικής τάξης ότι ο πολιτικός α-γώνας που διεξάγεται έξω από τον μηχανισμό του κοινοβουλίου είναι σφαλερός και ότι ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας πρέπει να πραγματοποιείται με έναν νέο τρόπο, με την άμεση επα-ναστατική δραστηριότητα.
Το κόμμα χρειάζεται μια νέα τεχνική οργάνωση, δηλαδή έναν νέο ιστορικό σχηματισμό. Αυτός πραγματοποιείται μέσω του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο, όπως λένε οι «Θέσεις της Εκτε-λεστικής Επιτροπής για το ζήτημα του ρόλου του κόμματος», γεννήθηκε «στην εποχή της άμεσης πάλης για τη δικτατορία του προλεταριάτου» (Θέση 4).
Ο πρώτος μηχανισμός της αστικής τάξης που πρέπει να καταστραφεί, προτού προχωρήσουμε στην οικονομική οικοδόμηση του κομμουνισμού και δημιουργήσουμε τον νέο μηχανισμό του προ-λεταριακού κράτους που πρέπει να αντικαταστήσει τον κυβερνητικό μηχανισμό, είναι το κοινοβού-λιο.
Η αστική δημοκρατία δρα μέσα στις μάζες με έμμεσους τρόπους άμυνας, ενώ ο κρατικός μηχα-νισμός είναι έτοιμος για να εφαρμόσει άμεσα μέτρα βίας που τίθενται σε ισχύ αμέσως μόλις αποτύ-χουν οι τελευταίες προσπάθειές της να σύρει το προλεταριάτο στο πεδίο της νόμιμης δημοκρατικής πολιτικής.
Συνεπώς, έχει εξαιρετική σημασία να αποκαλύψουμε αυτό το τέχνασμα της αστικής τάξης και να δείξουμε στις μάζες την όλη απάτη του αστικού κοινοβουλευτισμού.
Ακόμα και πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο η πρακτική των παραδοσιακών Σοσιαλιστικών Κομ-μάτων είχε προκαλέσει μια αντικοινοβουλευτική αντίδραση μέσα στις γραμμές του προλεταριάτου: η αναρχοσυνδικαλιστική αντίδραση που αρνήθηκε την αξία κάθε πολιτικής δραστηριότητας προ-κειμένου να επικεντρώσει τη δραστηριότητα του προλεταριάτου στο πεδίο της οικονομικής οργά-νωσης και, η οποία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαδίδει την ψευδή ιδέα ότι δεν υπάρχει πολιτική δρα-στηριότητα εκτός από την εκλογική και κοινοβουλευτική δράση. Αυτή η ιδέα πρέπει να καταπολε-μηθεί, όπως πρέπει να καταπολεμηθούν και οι σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες. Αυτή η αντίληψη βρίσκεται πολύ μακράν της πραγματικής επαναστατικής μεθόδου και οδηγεί το προλεταριάτο σε έναν λανθασμένο δρόμο στον αγώνα για την απελευθέρωσή του.
Απαιτείται η μέγιστη σαφήνεια στην προπαγάνδα. Οι μάζες χρειάζονται έναν σαφή και απλό τρόπο έκφρασης.
Εκκινώντας από τις μαρξιστικές αρχές προτείνουμε, σε χώρες όπου το δημοκρατικό καθεστώς έχει προ πολλού αναπτυχθεί, η ζύμωση για τη δικτατορία του προλεταριάτου να στηρίζεται στη διάδοση του μποϋκοτάζ των εκλογών και των αστικών δημοκρατικών οργάνων.
Η μεγάλη σημασία που αποδίδεται στην εκλογική δραστηριότητα εμπεριέχει, επί του πρακτέου, έναν διπλό κίνδυνο: από τη μια μεριά, δίδει την εντύπωση ότι αυτή είναι η κύρια δραστηριότητα και, από την άλλη, απορροφά όλες τις δυνάμεις του κόμματος, παραλύοντας το έργο όλων των άλ-λων τομέων του κόμματος. Οι σοσιαλδημοκράτες δεν είναι οι μόνοι που αποδίδουν μεγάλη σημα-σία στις εκλογές. Ακόμα και οι «Θέσεις» που προτάθηκαν από την Εκτελεστική Επιτροπή λένε ότι είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε όλα τα μέσα ζύμωσης στις εκλογικές εκστρατείες (Θέση 15).
Η οργάνωση του κόμματος που ασκεί εκλογική δραστηριότητα προσλαμβάνει έναν εντελώς ειδι-κό τεχνικό χαρακτήρα που είναι εντελώς διαφορετικός από την οργάνωση που αντιστοιχεί στις νό-μιμες και παράνομες επαναστατικές ανάγκες. Το κόμμα χωρίζεται σε έναν αριθμό εκλογικών επι-τροπών που ασχολούνται αποκλειστικά με την προετοιμασία και την κινητοποίηση των εκλογέων. Αν το εν λόγω κόμμα είναι ένα παλιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που έχει προσχωρήσει στο κομ-μουνιστικό κίνημα, υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος ως προς την πραγματοποίηση της κοινοβουλευ-τικής δραστηριότητας όπως αυτή ασκείτο προηγουμένως. Επ’ αυτού διαθέτουμε πάμπολλες απο-δείξεις.
Όσον αφορά τις «Θέσεις» που παρουσιάστηκαν και υποστηρίχτηκαν από τους εισηγητές τους, έχω να παρατηρήσω ότι αυτών προηγείται μια ιστορική εισαγωγή με την οποία συμφωνώ σχεδόν εξ ολοκλήρου ως προς το πρώτο μέρος της. Λέει εκεί ότι η Πρώτη Διεθνής χρησιμοποιούσε τον κοι-νοβουλευτισμό για λόγους ζύμωσης, προπαγάνδας και κριτικής. Αργότερα, στη Δεύτερη Διεθνή, εκδηλώθηκαν οι βλαβερές συνέπειες του κοινοβουλευτισμού, οι οποίες οδήγησαν στον ρεφορμισμό και στην ταξική συνεργασία. Το συμπέρασμα που εξάγεται από την εισαγωγή είναι ότι η Κομμου-νιστική Διεθνής πρέπει να επανέλθει σε αυτή την κοινοβουλευτική τακτική με σκοπό να κατα-στραφεί ο κοινοβουλευτισμός εκ των ένδον. Επομένως, η Κομμουνιστική Διεθνής πρέπει, εάν υιο-θετήσει την ίδια θεωρία με την Πρώτη Διεθνή, να λάβει υπόψη της τις εντελώς διαφορετικές ιστο-ρικές συνθήκες και να αναπτύξει μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα, δηλαδή να μην συνερ-γαστεί με την αστική δημοκρατία.
Έτσι, το πρώτο μέρος των «Θέσεων» που ακολουθούν δεν έρχεται κατά κανέναν τρόπο σε αντί-θεση με τις ιδέες που υποστηρίζω. Η διαφωνία αρχίζει μονάχα όταν τίθεται το ζήτημα της χρησιμο-ποίησης της εκλογικής εκστρατείας και του κοινοβουλευτικού βήματος για μαζικές δράσεις. Δεν απορρίπτουμε τον κοινοβουλευτισμό επειδή πρόκειται για ένα νόμιμο μέσο. Όμως, αυτός δεν μπο-ρεί να χρησιμοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως συμβαίνει με τον Τύπο, την ελευθερία του συνεται-ρίζεσθαι κτλ. Εδώ πρόκειται για μέσα δράσης, εκεί για έναν αστικό θεσμό που πρέπει να αντικατα-σταθεί από προλεταριακούς θεσμούς, από τα εργατικά σοβιέτ. Δεν σκεφτόμαστε καθόλου να εγκα-ταλείψουμε τη χρήση του Τύπου, της προπαγάνδας κτλ. μετά την επανάσταση, αλλά σκοπεύουμε, πριν από οτιδήποτε άλλο, να καταστρέψουμε τον δημοκρατικό μηχανισμό και στη θέση του να ε-γκαθιδρύσουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Δεν υποστηρίζουμε καθόλου επίσης τη γνωστή επιχειρηματολογία κατά των «ηγετών» του κινή-ματος. Εδώ δεν μπορεί να τεθεί κανένα ζήτημα ότι οι ηγέτες μπορούν να καταργηθούν.. Το ξέρου-με καλά, και το λέγαμε πάντοτε στους αναρχικούς, ήδη πριν τον πόλεμο, ότι δεν είναι αρκετή η α-πόρριψη του κοινοβουλευτισμού για να καταργηθούν οι ηγέτες. Θα έχουμε πάντοτε ανάγκη από αυτούς ως προπαγανδιστές, δημοσιογράφους κτλ.
Ασφαλώς, σε μια επανάσταση είναι αναγκαίο ένα συγκεντρωτικό κόμμα που καθοδηγεί τη δρά-ση της εργατικής τάξης. Φυσικά, αυτό το κόμμα έχει επίσης ανάγκη από ηγέτες. Όμως, ο ρόλος του κόμματος και ο ρόλος αυτών των ηγετών είναι εντελώς διαφορετικός απ’ ότι στους σοσιαλδημο-κράτες. Το κόμμα κατευθύνει την προλεταριακή δράση υπό την έννοια του ότι πραγματοποιεί την πιο επικίνδυνη δουλειά που απαιτεί τις μεγαλύτερες θυσίες. Οι ηγέτες του κόμματος δεν είναι μο-νάχα οι ηγέτες της νικηφόρας επανάστασης∙ είναι και οι πρώτοι που, σε περίπτωση ήττας, θα πέ-σουν κάτω από τα χτυπήματα του εχθρού. Η θέση τους είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των κοινοβουλευτικών ηγετών, που καταλαμβάνουν τις πιο επωφελείς θέσεις μέσα στην αστική κοινω-νία.
Μας λένε: «Μπορεί κανείς να διεξάγει προπαγάνδα και από το βήμα του κοινοβουλίου». Θα ή-θελα να απαντήσω σ’ αυτό με ένα επιχείρημα κάπως παιδιάστικο. Ό,τι λέει κάποιος πάνω στο βήμα του κοινοβουλίου επαναλαμβάνεται από τον Τύπο. Αν πρόκειται για τον αστικό Τύπο, καθετί θα διαστρεβλωθεί. Αν πρόκειται για τον δικό μας Τύπο, τότε είναι χάσιμο χρόνου να λέει κανείς από το βήμα αυτά που αργότερα θα τυπωθούν.
Τα στοιχεία που παρέθεσε ο ομιλητής δεν αντικρούουν τις «Θέσεις» μας. Ο Λήμπκνεχτ έδρασε στο Ράιχσταγκ σε μια εποχή όπου αναγνωρίζαμε τη δυνατότητα κοινοβουλευτικής δράσης, πολύ περισσότερο από το γεγονός του ότι αυτό δεν ήταν τότε ένα ζήτημα έγκρισης του ίδιου του κοινο-βουλευτισμού αλλά κριτικής στην αστική εξουσία.
Εάν, όμως, βάλουμε στη μια μεριά της ζυγαριάς τον Λήμπκνεχτ και τον Χέγκλουντ και λίγες άλ-λες περιπτώσεις επαναστατικής δράσης μέσα στο κοινοβούλιο απέναντι σε ολόκληρο το μέγεθος της προδοσίας των σοσιαλδημοκρατών, τότε το αποτέλεσμα θα είναι εντελώς δυσμενές για τον ε-παναστατικό κοινοβουλευτισμό.
Η κοινοβουλευτική δραστηριότητα των Μπολσεβίκων στη Δούμα, στο Προκοινοβούλιο του Κε-ρένσκυ και στη Συντακτική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθή-κες από αυτές υπό τις οποίες εμείς προτείνουμε την εγκατάλειψη της κοινοβουλευτικής τακτικής. Δεν θα επανέλθω εδώ πάνω στη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της ανάπτυξης της επανάστασης και της επανάστασης σε άλλες αστικές χώρες.
Δεν είμαι επίσης υπέρ της ιδέας ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται οι εκλογές για τους αστικούς θεσμούς της κρατικής τοπικής διοίκησης. Δεν μπορώ, όμως, να παραβλέψω ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα. Εννοώ τη χρησιμοποίηση της προεκλογικής εκστρατείας με σκοπό τη ζύμωση και την προπαγάνδα για την κομμουνιστική επανάσταση. Όμως, αυτή η ζύμωση θα είναι κατά πολύ πιο α-ποτελεσματική και ισχυρή εάν κηρύξουμε στις μάζες το μποϊκοτάρισμα των αστικών εκλογών.
Εξάλλου, είναι αδύνατον να προβλέψουμε σε τι θα συνίσταται η διαλυτική τακτική που θα έπρε-πε να πραγματοποιήσουν οι κομμουνιστές μέσα στο κοινοβούλιο. Ο εισηγητής μάς πρότεινε να κα-ταρτίσουμε ένα προσχέδιο κανόνων σχετικά με τη δραστηριότητα των κομμουνιστών μέσα στο α-στικό κοινοβούλιο. Δηλαδή, ούτως ειπείν, την πιο καθαρή ουτοπία. Δεν θα αναπτυχθεί ποτέ μια κοινοβουλευτική δραστηριότητα που αντιφάσκει με τις αρχές του κοινοβουλευτισμού και πηγαίνει πέρα από τα όρια των κοινοβουλευτικών κανόνων.
Και τώρα λίγα λόγια πάνω στα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν από τον σύντροφο Λένιν στη μπροσούρα του πάνω στον «αριστερό» κομμουνισμό.
Νομίζω ότι δεν μπορεί κανείς να κρίνει την αντικοινοβουλευτική τακτική μας με τον ίδιο τρόπο με εκείνη που απαιτεί την αποχώρηση από τα συνδικάτα. Το συνδικάτο, όσο σαθρό κι αν είναι, εί-ναι, ωστόσο, ένα εργατικό περιβάλλον. Η αποχώρηση από τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα αντι-στοιχεί στην αντίληψη των συνδικαλιστών που θα ήθελαν να συγκροτήσουν όργανα επαναστατικής πάλης διαφορετικού οικονομικού τύπου.
Από μαρξιστική σκοπιά αυτό είναι ένα λάθος που δεν έχει καμία σχέση με τα επιχειρήματα πάνω στα οποία στηρίζεται ο αντικοινοβουλευτισμός μας.
Οι «Θέσεις», ωστόσο, δηλώνουν ότι το ζήτημα του κοινοβουλευτισμού είναι μονάχα ένα δευτε-ρεύον για την κομμουνιστική επανάσταση. Όμως, στο ζήτημα των συνδικάτων τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Δεν νομίζω ότι από την αντίθεση στην κοινοβουλευτική δράση μπορεί κανείς να κάνει μια ορι-στική κρίση για συντρόφους ή για Κομμουνιστικά Κόμματα με βάση την αντίθεσή τους στην κοι-νοβουλευτική δραστηριότητα. Ο σύντροφος Λένιν περιγράφει μια κομμουνιστική τακτική κρίνο-ντας από την πλατειά δραστηριότητά του, με βάση μια πολύ προσεκτική ανάλυση της κατάστασης του αστικού κόσμου και σε αυτήν προτείνει η εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης να εφαρμοστεί στις καπιταλιστικές χώρες.
Τονίζει επίσης την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των διαφόρων χωρών.
Δεν θα επιχειρήσω εδώ να ασχοληθώ με τη μέθοδό του.
Θα ήθελα μονάχα να σημειώσω ότι ένα μαρξιστικό κίνημα στις δημοκρατικές δυτικές χώρες α-παιτεί μια τακτική πολύ πιο άμεση από αυτή που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της Ρώσικης Επα-νάστασης.
Ο σύντροφος Λένιν μάς κατηγορεί ότι προσπαθούμε να αποφύγουμε το πρόβλημα της κομμου-νιστικής δράσης μέσα στο κοινοβούλιο, επειδή το σύνθημά του μας φαίνεται πιο δύσκολο και επει-δή η αντικοινοβουλευτική τακτική απαιτεί την ελάχιστη προσπάθεια.
Είμαστε απολύτως σύμφωνοι ότι τα καθήκοντα της προλεταριακής επανάστασης είναι πολύ με-γάλα και δύσκολα. Είμαστε πεπεισμένοι ότι εάν, αφού ασχοληθούμε με το πρόβλημα της κοινο-βουλευτικής δράσης, προχωρήσουμε στη συζήτηση και στην απόφαση άλλων πιο σημαντικών προ-βλημάτων, δεν θα έχουμε κάνει ακόμη καμία πρόοδο και ότι η επίλυσή τους δεν θα είναι τόσο απλή όσο νομίζουμε.
Δεν διστάζουμε μπροστά σε καμιά δυσκολία. Σημειώνουμε μόνο ότι οι οπορτουνιστές κοινοβου-λευτικοί, που χρησιμοποιούν επίσης μια εύκολη τακτική, δεν είναι γι’ αυτό τον λόγο λιγότερο φορ-τωμένοι με δουλειά από την κοινοβουλευτική τους δραστηριότητα.
Από αυτό συμπεραίνουμε ότι θα χρειαστούμε τεράστια προσπάθεια και άοκνη δραστηριότητα για την επίλυση των προβλημάτων του κομμουνιστικού κοινοβουλευτισμού σύμφωνα με τις προ-τεινόμενες «Θέσεις» (εάν υιοθετήσουμε αυτή τη λύση) και ότι κατόπιν θα απομείνει λίγη ενέργεια και λίγοι πόροι για μια πραγματικά επαναστατική δραστηριότητα.
Μέσα στον αστικό κόσμο δεν μπορεί κανείς να διέλθει από εκείνα τα στάδια στο πολιτικό πεδίο που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μονάχα μετά την επανάσταση, διαμέσου του οικονομικού μετα-σχηματισμού του καπιταλισμού σε κομμουνισμό.
Η μεταβίβαση της εξουσίας των εκμεταλλευτών στα θύματα της εκμετάλλευσης φέρνει μαζί του την αλλαγή του μηχανισμού εκπροσώπησης. Ο αστικός κοινοβουλευτισμός πρέπει να αντικατα-σταθεί από το σοβιετικό σύστημα. Το παλιό δημοκρατικό προσωπείο της ταξικής πάλης πρέπει να κομματιαστεί ώστε να είναι δυνατό να μπορέσουμε να περάσουμε στην άμεση επαναστατική δρά-ση.
Αυτή είναι η άποψή μας για τον κοινοβουλευτισμό, μια άποψη που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την επαναστατική μαρξιστική μέθοδο.
Μπορώ να κλείσω με μια άποψη που έχουμε από κοινού με τον σύντροφο Μπουχάριν. Αυτό το ζήτημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να οδηγήσει σε ένα σχίσμα μέσα στο μαρξιστικό κίνημα.
Αν η Κομμουνιστική Διεθνής αποφασίζει να επωμισθεί τη δημιουργία ενός κομμουνιστικού κοι-νοβουλευτισμού, εμείς θα υποταχθούμε στην απόφασή της. Δεν νομίζουμε ότι αυτό το σχέδιο θα επιτευχθεί, αλλά δηλώνουμε ότι δεν θα κάνουμε τίποτε για να αποτύχει αυτό το έργο.
Εύχομαι το επόμενο Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς να χρειάζεται να συζητήσει τα
απο-τελέσματα της κοινοβουλευτικής δράσης,
αλλά περισσότερο να εξετάσει τη νίκη της
κομμουνιστι-κής επανάστασης σε ένα
μεγάλο αριθμό χωρών. Αν αυτό δεν είναι δυνατό,
τότε εύχομαι στον σύ-ντροφο Μπουχάριν να
μπορέσει να μας παρουσιάσει μια εικόνα
του κομμουνιστικού κοινοβουλευ-τισμού
λιγότερο θλιβερή από αυτή με την οποία
αναγκάστηκε να αρχίσει την εισαγωγή του
αυτή τη φορά.
Οι αντιρρήσεις του συντρόφου Λένιν στις θέσεις και στα επιχειρήματα που παρουσίασα έχουν ανοίξει ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα ζητήματα, που δεν θέλω εδώ να τα θίξω και που αναφέρονται στο πρόβλημα της μαρξιστικής τακτικής στην ολότητά του.
Χωρίς αμφιβολία, τα κοινοβουλευτικά γεγονότα και οι υπουργικές κρίσεις βρίσκονται σε στενή σχέση με την ανάπτυξη της επανάστασης και την κρίση της αστικής οργάνωσης. Ωστόσο, για να έχει η προλεταριακή πολιτική δράση κάποια επίδραση στα γεγονότα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη αντιλήψεις της μεθόδου που οδήγησαν τη μαρξιστική Αριστερά του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, ακόμη και πριν από τον πόλεμο, να απορρίψει τη συμμετοχή σε υπουργεία και στην κοινοβουλευτική υποστήριξη αστικών κυβερνήσεων, παρ’ όλο που αυτές ήταν, αναμφίβολα, μέσα για την άσκηση επίδρασης πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων.
Είναι η αναγκαιότητα της ενοποίησης των επαναστατικών δυνάμεων της εργατικής τάξης σε μια οργάνωση για την τελική πάλη για τον κομμουνισμό αυτή που οδηγεί σε μια τακτική που στηρίζε-ται σε ορισμένους γενικούς κανόνες δράσης, ακόμη κι αν αυτές μπορούν να θεωρούνται ότι είναι τόσο απλές και ανεπαρκώς ευέλικτες.
Πιστεύω ότι η σημερινή ιστορική αποστολή μάς οδηγεί σε μια νέα τακτική η οποία καθορίζεται από τις συνθήκες, δηλαδή την απόρριψη της συμμετοχής στα κοινοβούλια, που δεν είναι πλέον ένα μέσο επιρροής πάνω στα γεγονότα υπό μια επαναστατική έννοια.
Μας λένε ότι το τακτικό πρόβλημα μιας κοινοβουλευτικής κομμουνιστικής δράσης, υποταγμένης στην πειθαρχία του κόμματος, πρέπει να επιλυθεί, διότι θα πρέπει, μετά την επανάσταση, να ξέ-ρουμε και να μπορούμε να οργανώσουμε τους κάθε είδους θεσμούς χρησιμοποιώντας ανθρώπους προερχόμενους από αστικό ή ημι-αστικό περιβάλλον. Ένα τέτοιο επιχείρημα θα μπορούσε εξίσου να χρησιμοποιηθεί για να υποστηριχτεί ότι είναι χρήσιμο να έχουμε σοσιαλιστές υπουργούς σε ένα καθεστώς αστικής κυριαρχίας.
Αλλά δεν είναι η στιγμή για να προχωρήσουμε βαθύτερα σε αυτό το ζήτημα. Περιορίζομαι, λοι-πόν, να δηλώσω ότι διατηρώ τις απόψεις μου επί του θέματος που μας απασχολεί και ότι είμαι πε-ρισσότερο από ποτέ άλλοτε πεπεισμένος ότι η Κομμουνιστική Διεθνής δεν θα πετύχει ποτέ να πραγματοποιήσει μια δράση που είναι κοινοβουλευτική και, ταυτόχρονα, επαναστατική.
Τέλος, εφόσον αναγνωρίστηκε ότι οι θέσεις που παρουσιάζω βασίζονται πάνω σε αρχές καθαρά μαρξιστικές και δεν έχουν τίποτε το κοινό με τα αναρχικά και συνδικαλιστικά επιχειρήματα κατά του κοινοβουλευτισμού, ελπίζω ότι θα ψηφιστούν από αυτούς τους αντικοινοβουλευτικούς συ-ντρόφους που τις αποδέχονται στο σύνολό τους και υπό το πνεύμα τους, γιατί εγγράφονται στις μαρξιστικές αντιλήψεις οι οποίες αποτελούν την ουσία τους.